τευτάζειν

τευτάζειν
τευτάζω
to be employed upon
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τευτάζω — και δ.τ. τευτάσσω Α 1. ασχολούμαι αποκλειστικά ή συνεχώς με κάτι, καταγίνομαι («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”